«Δεν είναι το τραγούδι μου μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο με απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες.
Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σε ένα μύθο κοινό. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για να ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για να ακολουθήσουμε μαζί, τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούργιο κι απ΄την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε».
Σε όλη του την ζωή πορεύθηκε αναζητώντας και αυτές τις αναζητήσεις μάς τις δώρισε με την μουσική του. Ήταν πάντα εχθρός του «εύκολου», στάθηκε πάντα μελαγχολικός και αμήχανος μπροστά στο «χειροκρότημα», καθώς ως ευαίσθητος έβλεπε το «τέλος της γιορτής» ενώ ως ευφυής αναζητούσε πάντοτε την ουσία των πραγμάτων. Ήταν ρεαλιστής και επιπλέον άφοβος, δεν δίστασε ποτέ να αποκηρύξει αυτό που υπερασπίστηκε χθές γιατί ανταποκρινόταν στα αιτήματα των καιρών, μα σήμερα έγινε εμπόδιο στα τωρινά αιτήματα των καιρών.
Αμείλικτος εχθρός κάθε γραφικότητας, ξαφνιάζει με τον ρεαλισμό των απόψεών του, και με την καθαρή αυστηρή γλώσσα που χρησιμοποιούσε. Γλώσσα και απόψεις που μας κάνουν να σκεπτόμαστε… Αυτή ήταν η μαγεία του Μάνου Χατζιδάκι.
Αναπόσπαστο τμήμα του μουσικού του έργου είναι τα περίφημα σημειώματα που συνόδευαν τα έργα του, σεμνά κείμενα της τέχνης του και των καιρών που την σημάδεψαν.
Ορισμένα από τα κείμενα αυτά θα παραθέσουμε στο παρόν σημείωμα.
ΕΞΙ ΛΑΙΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
Το 1951 το Ελληνικό Χορόδραμα που είχε ιδρύσει ο Μάνος Χατζιδάκις με την Ραλλού Μάνου και τον Σπύρο Βασιλείου, παρουσίασε το μπαλέττο «Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές» σε λιμπρέτο του συνθέτη, ενώ η σκηνογραφία και τα κοστούμια ήταν του Γιάννη Μόραλη, η χορογραφία της Ραλλούς Μάνου και στους πρώτους ρόλους η Μάρμω Γιωργαλά και ο Αγγελος Γριμάνης. Οι «Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές» παίχτηκαν αρχικά σε μεταγραφή έξι γνωστών ρεμπέτικων τραγουδιών για δύο πιάνα, όμως διατηρήθηκε η εκ των υστέρων γραφή για ένα πιάνο.
Το κύριο πρόσωπο των τραγουδιών αυτών είναι ένα παλληκάρι που αναζητά την άφθαστη ομορφιά, αλλά την ώρα που την πλησιάζει και νομίζει ότι την κατακτά, συνειδητοποιεί πως δεν είναι παρά ένα φευγαλέο όνειρο και ξαναγυρίζει στον παντοτινό καημό του. Να επαναλάβουμε εδώ ότι η θεματολογία του ρεμπέτικου, σύμφωνα με την άποψη του Μάνου Χατζιδάκι πηγάζει «από έναν ανικανοποίητο ερωτισμό και μια επιτακτική διάθεση φυγής».
Γράφοντας για τις «Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές», ο Μάνος Χατζιδάκις σημείωσε ότι «όλοι νόμισαν πως εξευγένισα επιτυχώς τα μπουζούκια χωρίς να σκεφθούν πως και ποιά ανάγκη μπορούσε να με οδηγήσει στο να εξευγενίζω τραγούδια μη ευγενή, γιατί να διοχετεύω το οποιοδήποτε ταλέντο μου στην υπηρεσία μιας μουσικής που για να υπάρξει, είχε την ανάγκη μου. Είχαν και πάλι λάθος».
ΠΑΣΧΑΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΚΡΉ ΓΗ
Ο δίσκος «Πασχαλιές μέσα από την νεκρή γη» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1962 και ο τίτλος του είναι εμπνευσμένος από την δεύτερο στίχο της «Έρημης Χώρας» του Έλιοτ στην εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη.
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
μες απ’ την πεθαμένη γή τις πασχαλιές, σμίγοντας
θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές…
«Ήμουν δεκαοκτώ χρονών και ως τα είκοσι μου, που τελείωσε ο πόλεμος, ανακάλυπτα, την Μεσόγειο, τον Ηλιο, τον Χριστό, την Ελλάδα και τα Ρεμπέτικα. Κάτι περίεργες και πρωτοφανέρωτες για μένα μελωδίες, μου κινήσαν την προσοχή και με φέρανε σε περιοχές πιο αυστηρές και πιο αληθινές. Μπήκα μέσα σε μικρά μαγαζιά, απίθανα κρυμμένα κι απλησίαστα, σε χώρους μυσταγωγικούς, με κείνη την τολμηρή αστοχασιά της νεότητας, μαγεμένος από τα γυάλινα κεντήματα των μπουζουκιών, από τον επίμονο και διαπεραστικό ήχο του μπαγλαμά, θαμπωμένος από το μεγαλείο και τη βαθύτητα των μελωδικών φράσεων, ξένος, μικρός και αδύναμος, πίστεψα μεμιάς πως το τραγούδι αυτό που άκουγα, ήταν δικιά μου, μια ολότελα δικιά μου υπόθεση».
«Toν ίδιο καιρό», ο Τσαρούχης μου συνειδητοποιούσε τον λυρισμό της γειτονιάς μου, ο Ελύτης την λατρεία του ελληνικού ήλιου, και ο Σεφέρης με τον Γκάτσο, την δυσκολία και την σοφία της ελληνικής γής, ενώ το υγιές ένστικτό μου με οδηγούσε μακρυά από την ρηχότητα των «πολιτισμένων» ελαφρών μας τραγουδιών ή από την Βαλκανική Ρωμιοσύνη της «σοβαρής» μας μουσικής. Τα μπουζούκια, τότε, στα μικρά και χωρίς αξιώσεις κέντρα τους, δεν είχαν φωτεινές επιγραφές από νέον, δεν είχαν βεντέτες και ονόματα ηχηρά, δεν παρίσταναν τους «έλληνες» για τους τουρίστες, αλλά με σεμνότητα, με λάμπες πετρελαίου πολλές φορές, λειτουργούσαν απλά και ξεδίπλωναν με φανταστική δύναμη, μεράκια, βιώματα και πάθη, γνησίως ελληνικά. Το 1949 πρωτομίλησα γι’ αυτά τα τραγούδια, με φανατισμό και αφέλεια, αλλά και με ιδέες και τόλμη, σε μια σειρά διαλέξεων που οργάνωσε το «Θέατρο Τέχνης». Κανείς δε με πίστεψε, όμως όλοι συγχώρησαν, την νεανικότητά μου».
1965: ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ
Εσπερινός σημαίνει ευλάβεια Ηλίου, καθώς γυρίζει ευαίσθητος μέσα στην πόλη, γεμάτος από τις αναμνήσεις των ετών, που τέλος γέρνει στο πλάϊ ν’ αποκοιμηθεί, αφήνοντας τριγύρω του ηχώ φωτός, αποκαλυπτικές διαθέσεις και μια λεπτότατη ευωδιά αγάπης.
Με δεκαπέντε Εσπερινούς συλλέγω τη σκορπισμένη ευαισθησία μου και σας την παραδίδω έτσι όπως γεννήθηκε, στ’ αληθινό της βάθρο, εκεί που οι έμποροι δε θα μπορούν να της χαλάν την όψη.
Οι «Εσπερινοί» χαρίζονται στο γιό μου, σ’ αυτόν που αρχίζει τώρα να μετράει τον κόσμο.
1965: ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΤΖΟΚΟΝΤΑΣ
Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη με μουσικές και χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγευμα το φθινόπωρο του 1963, όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μια απελπισμένη αδιαφορία για ότι συνέβαινε γύρω της, χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανένα να προσέχει, μόνη, έρημη μες στο άγνωστο πλήθος που τη σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντας την να πνιγεί μες στη βαθειά πλημμύρα της λεωφόρου μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι που άρχισε να φυσσά.
Έμεινα στηλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε, κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντας την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πώ, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρός, ανασηκώθηκα στα πόδια για να τη ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του απέναντι μου ακριβώς βρισκότανε ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι, με την Τζοκόντα στο εξώφυλλο του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυμένη όσο η γυναίκα που χάθηκε στο δρόμο.
Δεν ξέρω γιατί όλ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες μέρες και που εξακολουθούσε από τότε να επανέρχεται τυρρανικά στη μνήμη μου.
Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ’ ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι μια γυναίκα έρημη μές στη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι και ένας μονολογός της, κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί.
1972: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ
Ο Μεγάλος Ερωτικός είναι ένας λαικός θεός που ζεί στη φαντασία μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε ίσαμε να πεθάνουμε, όμορφος, εφηβικός και αδιάκοπα ζωντανός. Ο Μεγάλος Ερωτικός δεν φοράει γραφικά τοπικά ρούχα. Φοράει δικά του που συνιστούν δύσκολους συνδυασμούς ήχων, ανάλαφρων χρωμάτων και ποιητικών ονείρων. Δεν περιέχει μηνύματα που εύκολα τα σβήνουν οι βροχές. Δεν αντιστέκεται.
Με τα τραγούδια αυτά αποτείνομαι στην πιό κρυφή ευαισθησία των νέων ανθρώπων κάθε ηλικίας και όχι στους εφήμερους και ανεξέλεγκτους ερεθισμούς τους.
Τα τραγούδια αυτά δεν είναι αισθησιακά. Λειτουργούν πέρα από την πράξη, στο βαθύ αίσθημα που χαρακτηρίζει οποιαδήποτε σχέση, κάθε μορφής, αρκεί να περιέχει τις προϋποθέσεις γι’ ανθρώπινη επικοινωνία.
Ο Μεγάλος Ερωτικός ειναι μια σειρά από λαϊκά τραγούδια, που γράφτηκαν πρώτ’ απ’ όλα για να επικοινωνήσω εγώ ο ίδιος με όλα τα ελληνικά πρόσωπα που αγαπώ βαθειά, αυτά που γνώρισα, αυτά που θα γνωρίσω και αυτά που δε θα μπορέσω ποτές μου να γνωρίσω. Κι ακόμη, μές απ’ αυτά να ενωθώ με τη ψυχή του τόπου μου σε μια λειτουργία αθάνατη, ερωτική και ελληνική.
1972 Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΠΡΊΛΗΣ ΤΟΥ ‘45
«Αν μπορούσα να ξαναγύριζα σε κείνον τον καιρό, όχι γιατί θάμουν πιο νέος, αλλά γιατί δεν θα γνώριζα την φρίκη των κατοπινών καιρών».
1974: ΤΑ ΠΕΡΙΞ
«Τον παλιό καιρό που τα ρεμπέτικα τα λέγαν ανδρικές βραχνές φωνές, οι πόρτες ήσανε κλειστές. Λέξεις κρυφές και άγνωστες για τους πολλούς, πάνω σε μια στενή μελωδική γραμμή, περιορισμένη αυτάρεσκα σε τρείς-τέσσερεις φθόγγους το πολύ, συνθέτανε τραγούδια άξια μονάχα, για όσους «υπογείως είχαν μυηθεί»! Στην πανελλήνια ευαισθησία αρχίσανε να μιλούν αποκαλυπτικά, από την στιγμή που ακούστηκε μια γυναικεία φωνή-φωνή μιας ώριμης γυναίκας που ήταν συγχρόνως, κόρη, μητέρα κι αγαπητικιά. Και τα τραγούδια γίνανε πλατειά, με λόγια που θίγαν τους καιρούς κι αναταράζαν τους καημούς, πάνω σε δύο θέματα πρωταρχικά, γνησίως νεοελληνικά. Το θέμα της φυγής και του έρωτα-του από τρείς χιλιάδες χρόνια ανικανοποίητου.
Παράλληλα κι άλλα πολλά χυνόντουσαν απ’ τα τραγούδια αυτά και βάφαν τον αγέρα που οι μηχανές των οργανωτικών αγγέλων επιχειρούσαν να εμποδίσουν, μα που δεν μπόρεσαν ποτέ να σταματήσουν τη ροή κι επιρροή τους μέσα μας. Κι έτσι μπορεί κανείς να πεί, πως η Μαρίκα Νίνου με το τραγούδι της «Κάποια μάνα αναστενάζει» σφράγιζε εκείνο τον καιρό οριστικά, ενώ συγχρόνως εδραιωνότανε ένα είδος παιδείας στη χώρα μας, του ταπεινού και της αυτογνωσίας, που για αρκετά χρόνια θα μας κρατούσε σοβαρούς και αρκούντως σκεπτόμενους. Γι’ αυτό και εγώ με τα «Πέριξ», αρχίζοντας να επιλέγω και να τοποθετώ τα εβδομήντα, ίσως κι ογδόντα πιο όμορφα τραγούδια της λαϊκής μας τούτης μουσικής περιοχής, επιχειρώ να τα μεταφέρω, μες από μια αυθεντικά γυναικεία μορφή, λαϊκή ζωγραφιά μετέωρη στον κήπο του Βοτανικού ή στο Μπαξέ-Τσιφλίκι, μαστορικά ζωγραφισμένη από τον Μόραλη, με τη φωνή ενός κοριτσιού από την Θεσσαλονίκη που ονομάζεται Βούλα Σαββίδη. (Εδώ ας με συγχωρέσει το όργανο μπουζούκι που δεν το μεταχειρίζομαι. Έτσι καθώς κατάντησε, καλοντυμένο, πονηρό, σαν λαϊκός αγαπητικός, δεν είναι σε θέση πια να εκφράσει τα μύρια όσα ακριβά μας κληρονόμησαν οι άγνωστοι και ανώνυμοι δάσκαλοι των σεμνών καιρών).
Όλη η εργασία αυτή χαρίζεται στη μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου που δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής».
1976: ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ
Τα Παράλογα είναι ένας κύκλος λαϊκών τραγουδιών για σιωπηλή και κατ’ ιδίαν ακρόαση. Το θέμα των τραγουδιών είναι η αθάνατη Ελλάδα σ’ όλη την ένδοξη διαδρομή της και γι’ αυτό απαιτείται απ’ τους ακροατές προσήλωση, θρησκευτικότης και ει δυνατόν νηστεία – χωρίς να σημαίνει αυτό ότι ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ πρέπει να ακούγονται μόνο τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Τα Παράλογα αποτείνονται σε μια σιωπηλή κατηγορία ανθρώπων που δύσκολα συναντά κανείς στον Ελλαδικό χώρο. Κι εδώ είναι η τόλμη αυτής της εργασίας.
Περιττό να προσθέσω ότι η συμμετοχή τόσων εθνικών κεφαλαίων στην ερμηνεία του έργου καθιστά το δίσκο γνήσια εθνικόφρονα χωρίς αμφισβήτηση για το ήθος και για τους στόχους του.
Μουσικά, το έργο ανήκει στις νεότερες αντιλήψεις μου περί τραγουδιού και περί μουσικής.
1978: ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ
Η Ελένη είναι ο μύθος για ένα κορίτσι του καιρού μας που έχει χαθεί.
Η Ελένη είναι ένα φάντασμα με τη μορφή ενός κοριτσιού που κάθε τόσο φανερώνεται και χάνεται μες απ’ τις βροχές, μέσα από τα σύννεφα και μες από τον ήλιο.
Η Ελένη, όπως η Μελισσάνθη, η Μάγδα και η Μαριάνθη των Ανέμων, ανήκει στην πολύ πρσωπική μου μυθολογία.
Τα τελευταία χρόνια πολλές φορές σαν είμαι μόνος σκέπτομαι την έννοια κορίτσι να μπλέκεται παράξενα στο μύθο και στη ζωή μου.
Ισως γιατί η ηλικία μ’ εμποδίζει να δοκιμάσω την απειρία μου σε απομακρυσμένες ή καινούργιες εμπειρίες. Κι έτσι θα μείνω μ’ότι θυμάμαι από τον έρωτα συγκεχυμένα και μισά. Με μιαν Ελένη που κάπου στη Γή ή μες στην απέραντη οικουμένη έχει ταφεί.
Ολα τα τραγούδια έχουν ένα παρόμοιο «λαϊκό» κλίμα χωρίς απ’ την αρχή που τα συνέθεσα να ‘ναι αποσαφηνισμένο τι ακριβώς θα υπηρετήσουν. Εμένα ή την ιδέα της Ελένης. Τα οραματά μου ή την επίμονη ιδέα ενός κοριτσιού εξαφανισμένου.
Η καινούργια φωνή της Μαρίας Δημητριάδη με βοήθησε πολύ να ξαναβρώ την τραγικότητα που επιζητούσα να διαπερνάει τα απλοϊκά από μια πρώτη όψη τραγούδια μου. Νομίζω πως τώρα πια έχω μπροστά μου ένα καινούργιο έργο αποσαφηνισμένο ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ.
Και σαν καινούργιο έργο το παρουσιάζω στις Ιουλιανές μου συναυλίες και στο δίσκο αυτό. Μια και όλοι με ρωτάν: Που θάψαν την Ελένη, είμαι υποχρεωμένος να τους απαντήσω: «κάπου στο Αργος, στους αγρούς ή μες την οικουμένη».
-1980: Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗΣ
Το συγκλονιστικό σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι στο δίσκο είναι αφιερωμένο στην ιερή μνήμη της μητέρας του.
Μια πρώτη ανάγνωση: Λίγο μετά τον πόλεμο, είδα σε μια εφημερίδα – κίτρινη την θυμάμαι – σαν όλες τις εφημερίδες μια είδηση χαμένη μέσα στις πολλές από την κατεστραμμένη Γερμανία. Ελεγε για μια γυναίκα που ο πόλεμος της είχε αρπάξει όλους τους δικούς της και για να επιζήσει έρημη καθώς ήταν, πουλούσε έρωτα μες στο ερειπωμένο υγρό λιμάνι του Αμβούργου. Και ένα βράδυ, όπως τριγύριζε στους σκοτεινούς δρόμους του λιμανιού, γνωρίζει ένα στρατιώτη, νέο παιδί και άρρωστο σχεδόν, που επέστρεψε από την αιχμαλωσία. Πηγαίνουν για έρωτα σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο και πάνω στο κρεβάτι, από ένα φυλαχτό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό του, τον αναγνώρισε – ήταν ο γιός της. Τρέχει έξαλλος αυτός και πνίγεται στα κρύα νερά του λιμανιού. Και εκείνη, που το μυαλό της σάλεψε, απόμεινε τρελλή ν’ αποζητάει το γιό της στο λιμάνι. Εδώ τελειώνει η είδηση.
Πως ήρθε τ’ όνομα της Μελισσάνθης μέσα μου ξαφνικά; Μια γυάλινη ηρωίδα του μεσοπολέμου, να παίρνει έτσι αυθαίρετα την όψη μιας τρελλής μητέρας, ερωμένης και αδερφής μες στα ερείπια μιας κατεστραμμένης πόλης. Η ιστορία αυτή άφησε μέσα μου μια ταραχή ως τώρα, που τελείωσα την εποχή της Μελισσάνθης, χωρίς να ξέρω αν τέλειωσα και με το προσωπό της.
Δεύτερη ανάγνωση: Χρονικό ενός καιρού, οι πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, με ανεξίτηλες αυτοβιογραφικές εικόνες. Σαν το ρολόι στο καπηλειό με τους δύο φίλους που ζητάν δραματικά και επίμονα να σταματήσουν το χρόνο, η εκεινο το φίλο μας που τον χάσαμε σχεδόν παιδί – τον λέγαν Εκτορα Οικονομίδη και ήταν είκοσι χρονών όταν τον τύφλωσαν και τον θανάτωσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, αφού βέβαια τον πρόδωσαν οι «εθνικόφρονες» εκεινου του καιρού. Και εικόνες άπειρες με σιδεριές από κατεστραμμένα σπίτια σαν χέρια αιχμηρά που να ζητάν ελεημοσύνη από τον ουρανό. Και μάνες να γυρεύουν τα παιδιά τους πάνω από τις καμένες στέγες μ’ ένα πλήθος που να κραυγάζει έξαλλα και αλλοπρόσαλλα συνθήματα. Μες στον αλαλαγμό ρωτούσαμε και ψάχναμε να βρούμε την Μελισσάνθη, σύμβολο ιδανικών αλλοτινών καιρών. Μα η Μελισσάνθη δεν βρισκόταν πουθενά. Γιατί αν την βρίσκαμε, ισως να μην επέτρεπε τους φόνους του Τζών Κέννεντυ και του Λουθήρου Κίνγκ. Δεν θα ‘φηνε να γίνει το Βιετνάμ χώρα της βίας και της χαμένης ανθρωπιάς, την Χιλή να αιμορραγεί στη Δύση του Ηλιου και την Αργεντινή να χορεύει τανγκό με το ρυθμό των πολυβόλων. Οι νέοι της Αμερικής του ’60 ανακάλυψαν τον Ντέμιαν και τα νεκρά παιδιά του Μάλερ και εκείνο το ερωτικό παιδί απ΄την Βενετία. Ομως η πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, εξακολουθεί να παρασέρνει τον κόσμο μας στον τελικό του αφανισμό. Και η Μελισσάνθη, αφού τραγούδησε μια τελευταία φορά την τραγική Λιλή Μαρλέν, χάθηκε στα σκοτάδια των καιρών. Οριστικά.
Και μια τρίτη ανάγνωση: Η Μελισσάνθη απόμεινε τρελλή ν’ αποζητάει μοιρολογώντας τον πνιγμένο γιό της. Πως βρέθηκε εκείνες τις μέρες στην Αθήνα – δεν έγινε γνωστό. Ολοι ρωτούσαν, ψάχναν να τη βρούν, μαζί μ’ αυτούς και εγώ, γνωρίζοντας πως ίσως να βρισκόταν κάπου εκεί αναμεσά μας. Μάθαμε τέλος πως συνάντησε τυχαία διαδηλωτές πως την καταδιώξανε, την ποδοπατήσαν και πως της σπάσανε τα κόκκαλα. Ετσι στη γή πεσμένη και νεκρή την βρήκανε περαστικοί και δίχως προσευχή ή ακολουθία θρησκευτική, την θάψαν βιαστικά για να προλάβουνε τη βραδυνή παρέλαση και λαμπαδοφορία. Για την απελευθέρωση. Μια απελευθέρωση που έκρυβε μέσα της ένα θανατερό συμβιβασμό, τη βία και την ενοχή, την προδοσία και την χωρίς γιατρειά τραυματισμένη ελευθερία. Μια απελευθέρωση που δεν πρόλαβε να γίνει λαϊκή. Την κατάγραψαν μ’ ευκολία εθνική και την γιορτάζουνε στα Δημαρχεία και τις Νομαρχίες. «Σου σπάσανε τα κόκκαλα τ’ ασθενικά παιδιά μας», αναστροφή του Σολωμικού «Απ΄τα κόκκαλα βγαλμένη των ελλήνων τα ιερά». Που βρίσκεται η αλήθεια της νεοελληνικής μας ελευθερίας; Βέβαια και στους δύο αυτούς στίχους. Αδιάκοπα, διαδοχικά και παρανοϊκά. Η εποχή της Μελισσάνθης τελείωσε. Σήμερα ζώ για πάντα το χαμό της. Και ο κόσμος μας δεν πάει να γίνει καλύτερος. Με όλα όμως αυτά, δεν θέλω να δώσω ιστορικές διαστάσεις στην Μελισσάνθη και την εποχή της.
Επιθυμώ να καταγράψω μόνο την προσωπική μου περιπέτεια και συμμετοχή στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου έτσι καθώς την έζησα μές από το σπίτι μου και μέσα από την πόλη που εξακολουθώ να ζώ.
15 ΙΟΥΝΊΟΥ 1994*
«Παίδες, πριν από χρόνια με μια άλλη μουσική σας είχα πει πως θα ξαγρυπνώ έξω από τα σπίτια σας για να μαζεύω τα όνειρά σας.
Τώρα κουράστηκα.
Εσείς είτε ονειρεύεστε, είτε όχι, μπορείτε να ζείτε χωρίς εμένα. Δεν ανήκω ούτε στη ζωή σας, ούτε στα όνειρά σας.
Ακόμη κουράστηκα να πλέκω μουσικές από το υλικό των ματιών σας και από τις επιθυμίες των σωμάτων σας.
Προτιμώ να φύγω μακριά σας για πάντα. Ίσως συναντηθώ με μερικούς σοφούς που δεν τους ένιωσα όταν και εγώ ήμουν νέος.
Γεια σας παίδες, γεια σας».
*Ο ηχογραφημένος με την φωνή του, αποχαιρετισμός του Μάνου Χατζιδάκι, από το έργο του «Μάνος Χατζιδάκις: 2000 μΧ».
Γιώργος Μηλιώνης
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου