Για ποιο λόγο ένας ιεράρχης, όπως ο Πωγωνιανής Ανδρέας, αποκαλεί τα μέλη της Χρυσής Αυγής «τα παιδιά τα καλά, τα αγωνιστικά»; Ή τους καλεί, όπως ο Αιγιαλείας Αμβρόσιος, να αποφεύγουν «κάποιες κοινωφελείς ακρότητες» ώστε «να είναι περισσότερο ωφέλιμοι καιι να καταστούν μια γλυκιά ελπίδα για τον απελπισμένο πολίτη»;
Γιατί θεωρείται από πολλούς φυσιολογική η ανταπόκριση που βρίσκει η εθνικιστική και ακροδεξιά ρητορική της νεοναζιστικής οργάνωσης στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας; Γιατί όσοι ιεράρχες καταγγέλλουν για την εγκληματική δράση των ρατσιστών αντιμετωπίζονται ως πεφωτισμένες εξαιρέσεις; Γιατί η επίσημη Εκκλησία αρκείται σε δηλώσεις εναντίον της βίας και δεν απαξιώνει τους φουσκωτούς ιδεολόγους που ταυτίζουν την πολιτική με τη σωματική βία;
Αυτά τα ερωτήματα θέτει και σ’ αυτά προσπαθεί να δώσει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στα κείμενά του που φιλοξενούνται στο βιβλίο «Χρυσή Αυγή και εκκλησία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Μια οπτική γωνία άκρως ενδιαφέρουσα. Πρώτον, γιατί αποσυνδέει τη ρητορική της Χρυσής Αυγής από την παράδοση του τριγώνου «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Δεύτερον, γιατί προτάσσει ένα δέον: θεωρεί ότι μόνον η επίσημη Εκκλησία έχει τη δυνατότητα και οφείλει να απομονώσει κοινωνικά και πολιτικά το νεοναζιστικό μόρφωμα. Άποψη μάλλον αισιόδοξη, που έχει να κάνει περισσότερο με αυτά που ο συγγραφέας προσδοκά από την Εκκλησία και λιγότερο με την πραγματικότητα. Άποψη όμως που ανοίγει μία νέα οπτική για την αντιμετώπιση του κατ’εξοχήν προβλήματος του δημοσίου βίου μας, την ανταπόκριση που βρίσκει η δράση της Χρυσής Αυγής σε στρώματα που μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με τη ναζιστική παραφροσύνη, όμως στέλνουν τους εκπροσώπους της στο Κοινοβούλιο. Παιδιά της εθνικιστικής και ξενόφοβης Ακροδεξιάς, οι ιδεολόγοι της Χρυσής Αυγής έχουν κάνει κι αυτοί τη μικρή τους επανάσταση. Εκεί που οι πρόδρομοί τους στήριζαν την ύπαρξη τους στον ιερό δεσμό έθνους και Εκκλησίας, οι ίδιοι ανακάλυψαν τη γοητεία του παγανισμού. Ως εκ τούτου, όπως εξηγεί αναλυτικά ο Ζουμπουλάκης, δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με την Ορθοδοξία. Η λατρεία της γης, του χώματος και της καθαρής φυλής βρίσκονται στους αντίποδες της χριστιανικής πίστης. Τη χρησιμοποιούν όπως οι προπάτορές τους, Γερμανοί και Ιταλοί, μόνον και μόνον για να μη θίξουν τα αισθήματα του κοινού στο οποίο απευθύνονται. «Μόλις η Χρυσή Αυγή γίνεται μαζική οργάνωση, εγκαταλείπει στον προς τα έξω λόγο της την παγανιστική και αντιχριστιανική ρητορική, από καθαρό πολιτικό καιροσκοπισμό, διότι στον εσωτερικό της λόγο τη συνεχίζει». Ποια κρυφά-ή όχι και τόσο κρυφά-χαρίσματα συνθέτουν τη γοητεία που ασκεί η Χρυσή Αυγή σε ορισμένους λαλίστατους ιεράρχες; Ο αταβιστικός αντικομμουνισμός που κληρονόμησε η Εκκλησια από την εποχή του Εμφυλίου και τη συνόδευσε σε όλη τη μεταπολεμική της θητεία. Μια καιροσκοπική, εκ μέρους τους, την οποία υιοθέτησαν μετά τη δημοφιλία της «πάνω πλατείας»; Γιατί όμως η επίσημη Εκκλησία αντιμετωπίζει με σιωπή τους λαλίστατους κήρυκές της και δεν καταδικάζει τους φουσκωτούς με τα ξυρισμένα κεφάλια που η μόνη πολιτική τους πρόταση είναι το ξύλο μέχρι θανάτου; Η απάντηση του Ζουμπουλάκη είναι καίρια: πρόκειται για την αδυναμία αυτοκριτικής που διακατέχει την Ορθόδοξη Εκκλησία, αδυναμία «να επανατοποθετήσει τη στάση της μέσα στην κοινωνία στο σύγχρονο κόσμο».
Σημασία έχει πάντως πως μέσα από τα κείμενα αυτού του τόμου, το ζήτημα της Χρυσής Αυγής αντιμετωπίζεται έξω από το στερεότυπο Δεξιά εναντίον Αριστεράς και χωρίς το σύνηθες «κάντε ένα νόμο να τελειώνουμε». Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει για να βγούμε από την αμηχανία μας απέναντι στη λαίλαπα, πριν να είναι αργά.
Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος
Καθημερινή via koolnews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου