Στις διεθνείς σχέσεις υπάρχουν δύο τύποι κρατών: αυτά που λύνουν τα προβλήματα (problem-solving) και αυτά που τα διαιωνίζουν (problem-retaining). Είναι περιττό να πούμε σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκουν η Ελλάδα και η Τουρκία. Εδώ και περίπου μισό αιώνα, με το Κυπριακό να...
αποτελεί την κύρια γεωπολιτική διαμάχη των δύο χωρών, οι δύο άσπονδοι φίλοι και σύμμαχοι βρίσκουν τρόπο να διατηρούν αλλά και να εμπλουτίζουν τις διενέξεις τους. Σε αυτό βεβαίως έχει συνεισφέρει ο εμπλουτισμός και η εξέλιξη του διεθνούς δικαίου που έχει φέρει στην επιφάνεια το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, των ναυτικών και εναέριων μιλίων και εσχάτως της ΑΟΖ. Στα θέματα αυτά βέβαια η Άγκυρα επιχειρεί ως γνωστόν να θέσει μια ευρύτερη ατζέντα ζητημάτων προκειμένου να υπάρξει μια λύση πακέτο για τις διμερείς μας σχέσεις.
Ωστόσο ποιος θέλει σοβαρά να επιλύσει τα προβλήματα; Μάλλον κανείς είναι η απάντηση αν κρίνουμε από την μέχρι τώρα πορεία των σχέσεων μας. Γιατί όμως;
Την ώρα που διαβάζετε αυτό το κείμενο οι ηγεσίες της Ελλάδας και της Τουρκίας συναντώνται στην Κωνσταντινούπολη στο πλαίσιο του 2ου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας. Τα θέματα που θα τεθούν επί τάπητος είναι λίγο πολύ γνωστά: η Χάλκη, το Αιγαίο, η ΑΟΖ. Αν κρίνουμε από την μέχρι τώρα εμπειρία μάλλον δεν θα δούμε θεαματικές μεταβολές, με την επιφύλαξη της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης όπου υπάρχει κάποια πρόοδος. Το μεγάλο ενδιαφέρον εστιάζεται στα λεγόμενα ζητήματα «χαμηλής πολιτικής», την οικονομία, τις επιχειρηματικές σχέσεις και τη λαθρομετανάστευση.
Είναι εξαιρετικά σημαντική η εξέλιξη σε αυτά τα πεδία, δεδομένου ότι σταδιακά δημιουργείται ένα πλέγμα σχέσεων που μηδενίζουν ad hoc τις πιθανότητες μιας νέας ανάφλεξης στο Αιγαίο. Ωστόσο αυτά που χωρίζουν τις δύο χώρες είναι σημαντικά και δεν επιτρέπουν αισιοδοξία αν δεν ληφθεί υπόψιν κάτι απλό και τόσο δεδομένο που συχνά ξεχνιέται ένεκα των εντυπώσεων. Η Τουρκία είναι αναθεωρητική δύναμη. Θέλει να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού και είναι σαφές ότι το πολιτικό, γεωστρατηγικό και οικονομικό της μέγεθος της επιτρέπουν να επιβάλλει την ατζέντα της. Όσο δεν γίνεται αυτό αντιληπτό από την ελληνική ηγεσία τόσο η χώρα θα προχωρά σε ατέρμονες… φιλοσοφικές συζητήσεις όπως γινόταν επί χρόνια.
Μέχρι πρόσφατα ο φάκελος των ελληνοτουρκικών διαφορών ήταν μεν πρώτος στην ατζέντα, ωστόσο και οι δύο πλευρές τον άφηναν να αραχνιάζει.Γιατι; Για τον απλούστατο λόγο ότι η επίλυση των διαφορών είναι μια επιλογή υψηλού πολιτικού ρίσκου και μηδαμινού κέρδους για τις κυβερνήσεις στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Καμία κοινή γνώμη δεν θα δεχθεί ευνοϊκά «γκρίζες ζώνες», παραχωρήσεις, κλιμακωτά ναυτικά μίλια ή συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων. Πόσο μάλλον τη στιγμή που στην Κύπρο δεν έχει βρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση για τη συμβίωση των δύο κοινοτήτων. Γιατί λοιπόν να θέλει κανείς τη λεγόμενη καλή γειτονία όταν αυτή είνα ασύμφορη;
Προφανώς η ματιά αυτή είναι κοντόφθαλμη, ενέχει ωστόσο τα συντηρητικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή συγκεκριμένων πολιτικών και στρατιωτικών τάξεων και στις δύο χώρες. Το ευτύχημα στη δεδομένη συγκυρία είναι ότι τα μηνύματα που έρχονται από την Άγκυρα δείχνουν ότι η γειτονική χώρα επιθυμεί διακαώς να υπάρξει εξέλιξη στο ζήτημα της ΑΟΖ, γεγονός που παρασύρει την ελληνική πλευρά η οποία κινείται προσεκτικά μέχρι στιγμής. Άλλωστε δεν είναι τυχαία η αναφορά του κ. Σαμαρά σε «ευρωπαϊκά κοιτάσματα» κατά την επίσκεψη του Φρανσουά Ολάντ. Με τα αποτελέσματα των γεωλογικών ερευνών του Nordic Star στις βαλίτσες του πρωθυπουργού και με δεδομένο το ενδιαφέρον της Ευρώπης για ενεργειακή αυτονομία και μειωμένη εξάρτηση από ΗΠΑ και Ρωσία. Ήδη υπογείως κυκλοφορούν σενάρια για κήρυξη ευρωπαϊκής ΑΟΖ. Αυτή ακριβώς η ευρωπαϊκή διάσταση μπορεί να αποτελέσει πολύ σημαντικό χαρτί τόσο για τα ελληνικά όσο και τα κυπριακά ενεργειακά αποθέματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου