Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Ερωτικές επιστολές, 4η [Επίλογος...] του Αλέξη Σταυράτη

Αθήνα, Παρασκευή 08/08/20…

Αγαπημένη μου σε φιλώ.

Σήμερα αγόρασα το βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι «Είναι αργά, όλο και πιο αργά». Το αγόρασα λόγω τίτλου, παρότι είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα για το δύσκολο ή αδύνατον του έρωτα. Χθες και σήμερα βρίσκομαι όλο και σε μεγαλύτερη θλίψη.
Δεν μπορώ να σου μιλήσω, μόνο κανένα μήνυμα ανταλλάσσουμε πλέον. Χτες ξέχασες να πάρεις μαζί σου το κινητό, και γύρισες πολύ αργά το βράδυ. Σήμερα, μάλλον πάλι το άφησες στο σπίτι… Ναι, μάλλον καταλαβαίνω. Ανήκω κι εγώ σ’έναν από τους 17 άνδρες αφηγητές, μεσήλικας, μορφωμένος αν και όχι κοσμοπολίτης. Όλοι αυτοί απευθύνουν τις επιστολές σε ισάριθμες φανταστικές αγαπημένες. «Τίποτε δεν είναι πραγματικό ή αυτοβιογραφικό, κι όμως τα πάντα είναι αληθινά, διότι όλα αντιμετατίθενται, αλλοιώνονται, γίνονται πανανθρώπινα».

Ο Ταμπούκι κινείται στο χώρο της νοσταλγίας. Εγώ; Υπήρξες πράγματι στη ζωή μου ή όλ’ αυτά τα ονειρεύτηκα και τα έζησα στις προηγούμενες σελίδες σαν να ήταν αληθινά; Σε ποια γράφω τώρα; Προσπαθείς με κάθε τρόπο να με πείσεις πως δεν υπάρχεις, πως ό,τι νομίζω ότι έζησα, δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα στα μίζερα όνειρά μου. Βέβαια εγώ, στο ερωτικό παραλήρημά μου, σου είπα πως για μένα το διάλειμμα κρατάει δυο ζωές. Έτσι έζησα αρκετό διάστημα μέσα στο όνειρο, τώρα όμως αναγκάζομαι να φιλοσοφήσω πάνω στον τίτλο του βιβλίου του Ταμπούκι.

[Αφήνω τη συνέχεια για αύριο, μήπως και πάρεις τηλέφωνο το βράδυ, μήπως και ξέχασες πάλι το κινητό στο σπίτι… ]

Είμαι μπροστά στη θάλασσα, τα νερά της τα διαπερνάει ένα γαλήνιο ρίγος. Αλλά, όπως λέει και ο Σολωμός, «τα στήθια μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν». Φαινομενικά είμαι γαλήνιος, σχεδόν νεκρός. Δε μπορώ να θυμώσω με τίποτε, δεν έχω δύναμη να κάνω τίποτε. Γυρνάω στα καφενεία όλη μέρα, για να είμαι κάπου ώστε να μην είμαι πουθενά. Αφού δεν έχω λόγο στη ζωή σου, δεν βρίσκω να έχω και στη δική μου, γιατί δεν έχω πια δική μου ζωή. Απλώς διεκπεραιώνω συμβατικούς ρόλους. Η μόνη μου ανακούφιση είναι να σου στέλνω μηνύματα, στα οποία εσύ σπάνια απαντάς, ή να σου γράφω γράμματα, τα οποία πιθανόν να μη διαβάσεις ποτέ. Την ώρα που άρχισα να υπάρχω κοντά σου, αποφάσισες εσύ να φύγεις μακριά μου, και πώς μπορώ, αφού ούτε και θέλω, να σε εμποδίσω;

Ατενίζω τη θάλασσα και τις μικρές βαρκούλες που ταξιδεύουν νωχελικά πάνω της. Κάποτε το καράβι μου το έλεγαν Α[Γ]ΩΝΙΑ κι έπαιρνε το όνομά σου. Τώρα νιώθω πως είναι αργά για ταξίδια. Τι κι αν κατοικήσαμε ο ένας στα όνειρα του άλλου… Το φως της μέρας και της λογικής σου διέλυσε τέτοιες ονειροβασίες. Είμαι πολύ μεγάλος για να ζωντανέψω όνειρα ζωής, μπορώ μόνο να γράφω γι’ αυτά. Τώρα που θέλεις να φύγεις, νιώθω περισσότερο γερασμένος, χειρότερα δηλαδή κι από νεκρός. Έχω καθίσει ήδη στην καρέκλα της μελαγχολίας, αυτήν που ζωγράφισε ωραιότατα ο Ντύρερ…

Γιατί σου γράφω αφού, μάλλον, ποτέ δε θα το διαβάσεις; Πιστεύω πως θ’ αξιωθώ μια ακόμα φορά να σε συναντήσω, σαν τις υποχρεωτικές επισκέψεις στους ετοιμοθάνατους. Γιατί η θάλασσα με προκαλεί, σαν τελευταίο δείγμα ζωής, να γεμίσω με γαλάζιο χρώμα τις λευκές σελίδες μου. Ο ασημένιος στυλός σου ειρωνεύεται τα δάχτυλά μου, που είναι σχεδόν ξύλινα από την αδράνεια. Πότε ήταν που μου τον χάρισες, και με τι προσδοκίες και όνειρα τον χρησιμοποιούσα κάποτε, με τι δύναμη!.

Γιατί πάντα αρέσει στους ανθρώπους να ονειρεύονται, ακόμα και οι νεκροί ονειρεύονται, γι’ αυτό και είναι πιο όμορφοι απ’ ό,τι ήταν ζωντανοί! Βλέπεις, ο λόγος μου δεν έχει ειρμό, δεν έχει σύνδεση, συνέχεια, σφρίγος. Μόνο θλίψη, που τη μεγαλώνει η απέραντη θάλασσα με την ομορφιά της. Βέβαια, ο ποιητής σου δεν πιστεύει στην ελπίδα, τη θεωρεί μια από τις πιο άχαρες ψευδαισθήσεις του ανθρώπινου γένους. Αποδέχεται την απελπισία, γιατί εκεί όπου φαίνεται πως τα χάνει όλα, μπορεί και να τα κερδίσει όλα…

Δε νιώθω, είμαι τελείως μόνος. Χαμογελάω κατά συνθήκην, τρώω από ανάγκη, καπνίζω από επιθυμία. Τι παραπάνω μπορεί να χάσει ο νεκρός; Κι όμως όλα θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν με λίγο χρώμα της φωνής σου… Το γιατί δεν το κάνεις, είναι το μυστικό του μεγάλου διλήμματός σου. Ίσως και να το βιώνεις σαν προσωπική τραγωδία, λόγω ειδικών και μόνιμων συνθηκών και αντιλήψεων ζωής. Αν κάτι μου δίνει λίγη χαρά, είναι το ότι ο θάνατος της αγάπης μας ίσως σε βοηθήσει να ζήσεις πιο ανθρώπινα. Πιο πεζά, πιο φυσιολογικά, αλλά τι να γίνει; Ξέρεις πως θα υποφέρεις στο μέλλον, αλλά η σκληρή πραγματικότητα μπορεί να νικήσει τη νοσταλγία…

Ήξερα ότι είναι αργά, αλλά εσύ με το διάλειμμα του έρωτα με έκανες να μη το δέχομαι. Τώρα με τη δικαιολογημένη στάση σου με κάνεις να νιώθω πως είναι όλο και πιο αργά... Ίσως και να μην προλάβεις τίποτε, όταν θ’ αργήσεις να με δεις από κοντά. Βέβαια, εγώ σ’ αγαπάω όπως είσαι, γιατί έτσι ήσουν πάντοτε, αλλά τώρα η απόσταση που συνηθίζεται, επιβάλλεται βίαια στην αγάπη μας… Εγώ όμως δεν την συνηθίζω, απλώς πενθώ για μιαν άνοιξη χωρίς εσένα. Ή νομίζεις πως δεν υπάρχει άνοιξη μέσα στο φθινόπωρο;

Αγαπημένη μου, ανύπαρκτο υπαρκτό μου όνειρο! Κάνε με να πιστέψω ξανά πως δεν είναι πια αργά. Όπως τότε στα γενέθλια, που μου είπες πως έχω μπροστά μου τόσα και άλλα τόσα χρόνια ζωής! Εσύ κρατάς το μαγικό ραβδί της μεταμόρφωσης. Εσύ μου δίνεις τη δύναμη να ζήσω για να δημιουργώ ή, έστω, να πεθάνω αξιοπρεπώς. Έλα να δούμε μαζί αν είναι αργά για αύριο, ή αν το παρόν μπορεί να πάρει τις διαστάσεις του μέλλοντος στο δικό μας ενεστώτα…

Ο ποιητής που ξέχασε να γράφει ποιήματα,
Ο νεκρός που αρνείται να πεθάνει…

Σε φιλώ,
Α.

ΥΓ. Δεν υπήρξε απάντηση..., γιατί ποτέ δεν το διάβασε... ''Ο έρωτας δε γίνεται σταυρός, χωρίς και τα δικά μας λάθη...''

Αλέξης Σταυράτης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...